- εὐμενία
- εὐμενία1 good will
ἵλαος ἀθανάτων ἀνδρῶν τε σὺν εὐμενίᾳ δέξαι στεφάνωμα τόδ P. 12.4
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἵλαος ἀθανάτων ἀνδρῶν τε σὺν εὐμενίᾳ δέξαι στεφάνωμα τόδ P. 12.4
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
εὐμενία — εὐμενίᾱ , εὐμένεια goodwill fem nom/voc/acc dual εὐμενίᾱ , εὐμένεια goodwill fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευμενία — εὐμενία, ἡ (Α) [ευμενής] ποιητ. τ. τού ευμένεια … Dictionary of Greek
εὐμενίᾳ — εὐμενίᾱͅ , εὐμένεια goodwill fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμενίας — εὐμενίᾱς , εὐμένεια goodwill fem acc pl εὐμενίᾱς , εὐμένεια goodwill fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμενίαν — εὐμενίᾱν , εὐμένεια goodwill fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευμένεια — η (ΑΜ εὐμένεια, Α ποιητ. τ. εὐμενία) [ευμενής] ευνοϊκή, αγαθή διάθεση, καλή πρόθεση, εύνοια («φιλόδωρος εὐμενείας, ἄδωρος δυσμενείας», Πλατ.) αρχ. 1. ευσέβεια (ἡ πρὸς τὸ θεῑον εὐμένεια», Θουκ.) 2. (για οσμή) γλυκύτητα, ευαρέσκεια 3. φρ. α) «ἐπ… … Dictionary of Greek